ἀλεκτρυονώδης

ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυ-ονώδης, ες,
A like a cock, πρὸς ἡδονάς, prob. for -υώδης, Eun.Hist.p.266D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀλεκτρυονώδης — like a cock masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεκτρυονώδης — ἀλεκτρυονώδης, ες (Α) βλ. αλεκτρυώδης …   Dictionary of Greek

  • ἀλεκτρυονῶδες — ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem voc sg ἀλεκτρυονώδης like a cock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτρυονώδεις — ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem acc pl ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεκτρυώδης — ἀλεκτρυώδης και ἀλεκτρυονώδης, ες (Α) [ἀλεκτρυών] ερωτιάρης σαν κόκορας «πρὸς ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”